εξωραϊσμός

εξωραϊσμός
ο
1) украшение, разукрашивание, приукрашивание; 2) благоустройство;

εξωραϊσμός της πόλης — благоустройство города


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εξωραϊσμός" в других словарях:

  • εξωραϊσμός — ο (Μ ἐξωραϊσμός) στολισμός, καλλωπισμός …   Dictionary of Greek

  • εξωραϊσμός — ο το να εξωραΐσει κανείς κάτι, καλλωπισμός, διακόσμηση: Ο εξωραϊσμός της πλατείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • γκάουτσο — (gaucho).Λέξη άγνωστης προέλευσης με την οποία χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι των πάμπα,των απέραντων πεδιάδων της Νότιας Αμερικής. Απόγονος των Ισπανών που κατέκτησαν και αποίκισαν αυτές τις περιοχές, ο γ. συχνά προερχόταν από επιμειξίες με τους… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • καλλωπισμός — ο (AM καλλωπισμός) [καλλωπίζω] ο στολισμός, ο ευτρεπισμός, ο εξωραϊσμός τής εξωτερικής εμφάνισης προσώπου ή πράγματος (α. «ο καλλωπισμός, ή να είπω ούτως, κτενισμός και στολισμός τής γλώσσης», Κορ. β. «ὅσα τῷ σώματι αὐτοῡ κόσμον πέμποι τις ἤ ὡς… …   Dictionary of Greek

  • ωραϊσμός — ο / ὡραϊσμός, ΝΜΑ [ὡραΐζω, ομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ωραΐζω, εξωραϊσμός μσν. αρχ. ομορφιά, ωραιότητα αρχ. μτφ. α) εκθήλυνση β) (για λεκτικό ύφος) κομψότητα …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Χανίων — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Xανίων στεγάζεται στο καθολικό της ενετικής Mονής του Aγίου Φραγκίσκου, το οποίο έχει υποστεί πολλές επεμβάσεις στη μακραίωνη ιστορία του. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος του Γιουσούφ Πασά …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — η η επέμβαση σε χώρο ή επιφάνεια με σκοπό την αισθητική βελτίωση, ο εξωραϊσμός: Η διακόσμηση του σπιτιού του είναι εντυπωσιακή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξωράιση — η ο εξωραϊσμός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιοριτούρα — η (λ. ιταλ.) (μουσ.), καλλωπισμός, διάνθισμα, εξωραϊσμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»